- ζεοποίιον
- ζεο-ποίιον, τό,A mill for grinding ζέα, prob. in AB261.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζεοποίιον — ζεοποίιον, τό (Α) μύλος για άλεσμα τής ζέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέα (βλ. ζεια) + ποιιον ( ποιος < ποιώ), πρβλ. ιερο ποίιον, νεω ποίιον] … Dictionary of Greek